Οι έννοιες της χαμηλής αυτοεκτίμησης και του υπερκαταναλωτισμού, σύμφωνα με έρευνες, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Όσο ανεβαίνει η αυτοεκτίμηση τόσο μειώνεται η κατανάλωση. Ο υπερκαταναλωτισμός, ως τρόπος διαχείρισης της ανασφάλειας, μειώνεται όταν κάνουμε κινήσεις που αυξάνουν την αυτοεκτίμησή μας - κάνουμε τον εαυτό μας πιο δυνατό.
Η επιθυμία της κατανάλωσης έχει ταυτιστεί πλέον με την ίδια την ύπαρξή μας. "Ψωνίζω άρα υπάρχω;". Όμως, σύμφωνα με το Βούδα, ΔΕΝ είμαστε οι επιθυμίες μας. Ταυτιζόμαστε μ' αυτές γι' αυτό πονάμε. Αν επιθυμώ κάτι και δεν το αποκτήσω, στενοχωριέμαι. Αν αποκτήσω αυτό που επιθυμώ και το χάσω τότε πονάω. Έχουμε λαθεμένα συνδέσει την ευτυχία μας με υλικά πράγματα. Κι έτσι έχουμε πέσει θύματα του απατηλού κόσμου της ύλης.
Παλαιότερα οι άνθρωποι ψώνιζαν από ανάγκη επειδή το ρούχο είχε χαλάσει, το παπούτσι είχε λιώσει, η κατσαρόλα είχε καεί. Από τη δεκαετία του '80 όπου άρχισε δειλά δειλά μια σχετική ευμάρεια, οι άνθρωποι άρχισαν να ικανοποιούν πιο ματαιόδοξες ανάγκες τους - κυρίως αυτή του φαίνεσθαι. Η άνθρωποι σήμερα δεν είναι πιο ευτυχισμένοι - γίνονται πρόσκαιρα ευτυχισμένοι όταν αγοράσουν κάτι καινούριο και αμέσως μόλις αυτό χάσει τη λάμψη του (το συνηθίσουν, το βαρεθούν) τότε αισθάνονται πάλι ένα κενό. Η κάλυψη αυτού του κενού είναι το στάδιο της αρχής της κατανάλωσης. Οι έρευνες που έχουν γίνει σε νέους και έφηβους έχουν δείξει καθαρά ότι όσο χαμηλότερη αυτοεκτίμηση έχουν τόσο μεγαλύτερη κατανάλωση κάνουν, ιδιαίτερα σε ρούχα και gadgets.
Το κρυμμένο κόστος αυτού του είδους της κατανάλωσης είναι μεγαλύτερο από το χρηματικό. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αξία τους εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, τότε το κόστος της ευτυχίας είναι πολύ μεγάλο. Οι άνθρωποι που ξοδεύουν χρόνο, χρήμα και ενέργεια στο να αναπτύξουν τον εαυτό τους, γίνονται πιο χρήσιμοι άνθρωποι για την κοινωνία καθώς εκτιμούν αυτά που έχουν. Έτσι μπορούν να ευτυχίσουν και να βελτιώσουν το περιβάλλον τους.
Φυσικά δεν εννοώ ότι πρέπει να σταματήσουμε να αγοράζουμε πράγματα, απλά καλό θα ήταν να φροντίζουμε και τον εσωτερικό μας κόσμο (να τον εμπλουτίζουμε με εμπειρίες, γνώσεις και θετική σκέψη).
Η επιθυμία της κατανάλωσης έχει ταυτιστεί πλέον με την ίδια την ύπαρξή μας. "Ψωνίζω άρα υπάρχω;". Όμως, σύμφωνα με το Βούδα, ΔΕΝ είμαστε οι επιθυμίες μας. Ταυτιζόμαστε μ' αυτές γι' αυτό πονάμε. Αν επιθυμώ κάτι και δεν το αποκτήσω, στενοχωριέμαι. Αν αποκτήσω αυτό που επιθυμώ και το χάσω τότε πονάω. Έχουμε λαθεμένα συνδέσει την ευτυχία μας με υλικά πράγματα. Κι έτσι έχουμε πέσει θύματα του απατηλού κόσμου της ύλης.
Παλαιότερα οι άνθρωποι ψώνιζαν από ανάγκη επειδή το ρούχο είχε χαλάσει, το παπούτσι είχε λιώσει, η κατσαρόλα είχε καεί. Από τη δεκαετία του '80 όπου άρχισε δειλά δειλά μια σχετική ευμάρεια, οι άνθρωποι άρχισαν να ικανοποιούν πιο ματαιόδοξες ανάγκες τους - κυρίως αυτή του φαίνεσθαι. Η άνθρωποι σήμερα δεν είναι πιο ευτυχισμένοι - γίνονται πρόσκαιρα ευτυχισμένοι όταν αγοράσουν κάτι καινούριο και αμέσως μόλις αυτό χάσει τη λάμψη του (το συνηθίσουν, το βαρεθούν) τότε αισθάνονται πάλι ένα κενό. Η κάλυψη αυτού του κενού είναι το στάδιο της αρχής της κατανάλωσης. Οι έρευνες που έχουν γίνει σε νέους και έφηβους έχουν δείξει καθαρά ότι όσο χαμηλότερη αυτοεκτίμηση έχουν τόσο μεγαλύτερη κατανάλωση κάνουν, ιδιαίτερα σε ρούχα και gadgets.
Το κρυμμένο κόστος αυτού του είδους της κατανάλωσης είναι μεγαλύτερο από το χρηματικό. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αξία τους εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, τότε το κόστος της ευτυχίας είναι πολύ μεγάλο. Οι άνθρωποι που ξοδεύουν χρόνο, χρήμα και ενέργεια στο να αναπτύξουν τον εαυτό τους, γίνονται πιο χρήσιμοι άνθρωποι για την κοινωνία καθώς εκτιμούν αυτά που έχουν. Έτσι μπορούν να ευτυχίσουν και να βελτιώσουν το περιβάλλον τους.
Φυσικά δεν εννοώ ότι πρέπει να σταματήσουμε να αγοράζουμε πράγματα, απλά καλό θα ήταν να φροντίζουμε και τον εσωτερικό μας κόσμο (να τον εμπλουτίζουμε με εμπειρίες, γνώσεις και θετική σκέψη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου