Όλη η Ιταλία πενθεί σήμερα για τον θάνατο του Ντάριο Φο, καθώς πρόκειται, όπως γράφει ο ιταλικός τύπος, για έναν από τους πληρέστερους καλλιτέχνες της εποχής μας, ο οποίος είχε ασχοληθεί με επιτυχία και με την λογοτεχνία και την σκηνογραφία, ενώ ήταν και θιασάρχης.
Για το σύνολο του έργου του, το 1997, ο Φο είχε βραβευθεί με το νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε.
Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής.
Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια.
Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.
Αντισυμβατικός, με μοναδικό ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό, ο Ντάριο Φο είχε αναπτύξει και εντονότατη πολιτική δράση: στην δεκαετία του '70 είχε στηρίξει, μεταξύ, των άλλων, τον αγώνα των ελλήνων αντιστασιακών κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Το 1953 γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell'occhio). Μετά από αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν και εν συνεχεία η θεατρική ομάδα με δυσκολία έβρισκε θέατρο όπου μπορούσε να παίξει.
Παρ' όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής απ' το κοινό.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό Φράνκα Ράμε στις 24 Ιουνίου 1954. Ο Φο δούλευε στο Μικρό Θέατρο (Piccolo Teatro) στο Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ απ' τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής.
Το 1955 ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη.
Ο γιος τους Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Το 1959 γυρίζουν στο Μιλάνο και ιδρύουν τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο—Φράνκα Ράμε. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Η Ράμε ανάλαβε τις διοικητικές δουλειές. Η ομάδα έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο και μετά άρχισε, για πρώτη φορά, τις ετήσιες τουρνέ της σ' ολόκληρη την Ιταλία.
Ο Φο έγινε διεθνώς διάσημος όταν το έργο του "Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ" παίχτηκε στο Ζάγκρεμπ.
Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή Καντσονίσιμα στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε απ' τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς που είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία. Φεύγουν απ' την εκπομπή όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.
Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες.
Το «La Signora e da buttare» (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.
Το 1969 είχε υπερασπισθεί τον Ιταλό αναρχικό Tζουσέπε Πινέλλι, ο οποίος είχε κατηγορηθεί αδίκως για θανατηφόρα βομβιστική έκρηξη στο Μιλάνο. Ο Φο, για την όλη αυτή ιστορία αποφάσισε να γράψει το έργο- καταγγελία «ο Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού».
Την ίδια χρονιά, παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Ο Μίστερο Μπούφο επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς.
Το 1970 ο Φο και η Ράμε ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα, Collettivo Teatrale La Comune.
Το 1973 η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντάς την και βιάζοντας την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.
Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ' το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce.
Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τον αντικομφορμισμό και τη δυνατή σάτιρα απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική. Μέσα από αυτά ο Φο έχει ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό και στο ύφος της commedia dell'arte, έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχουν ανέβει σε θέατρα όλου του κόσμου.
Παγκόσμια φήμη έχουν τα έργα του: «Μυστήριος μπούφος», «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», «Κλέβε λιγότερο», «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!», «Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ» και πολλά άλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου